- ἄσιλος
- ἄσιλος, ον,A v. ἀνάσιλος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασιλίδες — (asilidae). Οικογένεια διπτέρων βραχυπτέρων εντόμων. Πρόκειται για μεγάλες εντομοφάγες μύγες, που οι προνύμφες τους είναι χερσόβιες και κρεοφάγες. Τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας είναι ο άσιλος ο σφηκόμορφος, μεγαλόσωμη μύγα με τριχωτό σώμα … Dictionary of Greek